Kyriakides Piano Gallery - κουρδίζω κ. κουρντίζω κ. χορδίζω ρ. μετβ. {κούρδισ -α, -τηκα, -μένος} 1. θέτω σε λειτουργία μηχανισμό γυρίζοντας, περιστρέφοντας το κλειδί που συσπειρώνει το ελατήριο του: ~ το ρολόι
Κούρδισμα & Επισκευή Πιάνου || Drum Armonico || ArtofSoul || | Το πάθος και η αγάπη για τη μουσική μας οδήγησαν να αναστήσουμε τον Βλαντιμίρ, ένα πιάνο που αγοράσαμε από σελίδα του